- επαναπνέω
- ἐπαναπνέω (Α)έχω διπλή, διακεκομμένη αναπνοή («ἐπανέπνει ἔστι δ' ὅτε διπλόον», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek